ποντιφικός

ποντιφικός
η , ό[ν] папский, относящийся к папе (римскому)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ποντιφικός" в других словарях:

  • ποντιφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποντίφηκα («ποντιφική βίβλος» συλλογή βιογραφιών τών παπών τού Μεσαίωνα η οποία γράφηκε από πολλά άτομα και αποτελεί αξιόλογη πηγή ιστορικών πληροφοριών, εκτός από ορισμένες μυθώδεις διηγήσεις). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ποντιφικός — ή, ό ο παπικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»